Η υπεριδρωσία είναι μία πολυπαραγοντική παθολογική κατάσταση με πολύπλοκους μηχανισμούς. Διαχωρίζεται στην γενικευμένη και την εστιακή (ή εντοπισμένη) υπεριδρωσία. Για τις περισσότερες γενικευμένες μορφές η κλινική και εργαστηριακή διερεύνηση, συχνά απαιτεί εκτενή νοσοκομειακό έλεγχο, ενώ οι εντοπισμένες μορφές μπορούν να διαγνωστούν και να αντιμετωπιστούν ευκολότερα.
Η αυξημένη εφίδρωση σε περιοχές όπως οι μασχάλες, οι παλάμες και τα πέλματα αποτελούν τις συνηθέστερες μορφές της διαταραχής.
Έως σήμερα τοπικά φάρμακα όπως η γλουταραλδεύδη, η φορμολδεύδη αλλά και ειδικές συσκευές ιοντοφόρησης, έχουν χρησιμοποιηθεί με ποικίλα αποτελέσματα. Τα τελευταία χρόνια, το Botox, ως νέος παράγοντας κατά των εντοπισμένων μορφών υπεριδρωσίας, έχει βελτιώσει την ποιότητα ζωής πολλών ασθενών.
Ειδικότερα, το Botox ενιόμενο τοπικά στις περιοχές με την αυξημένη εφίδρωση (παλάμες-πέλματα-μασχάλες), προκαλεί ελεγχόμενη χημειο-απονεύρωση των ιδρωτοποιών αδένων. Έτσι, μετά από κάθε εφαρμογή Botox, η εφίδρωση μειώνεται σε ποσοστό άνω του 75% σε όλους σχεδόν τους ασθενείς. Πρακτικά με μία μόνο εφαρμογή Botox ανά έτος (πριν την έναρξη του καλοκαιριού) το ενοχλητικό πρόβλημα της εντοπισμένης υπεριδρωσίας των παλαμών-πελμάτων-μασχαλών, βρίσκει μία ικανοποιητική λύση.
Επιπρόσθετα, επειδή η εφίδρωση ελέγχεται από τον εγκέφαλο (μέσω χημικών διαβιβαστών) με μία διαδικασία γνωστή ως feed back, με τις επαναλαμβανόμενες εφαρμογές Botox, ο εγκέφαλός μας «εκπαιδεύεται» ώστε να παράγει συνολικά λιγότερες ποσότητες ιδρώτα. Έτσι η έντονη εφίδρωση περιορίζεται ακόμα περισσότερο.
Γεώργιος Ντούφας
Δερματολόγος Αφροδισιολόγος