Οι υποτροπιάζουσες άφθες στόματος είναι μια παθολογική κατάσταση που αφορά στο 5-25% του γενικού πληθυσμού. Οι γυναίκες προσβάλλονται συχνότερα από τους άντρες, ενώ σε ποσοστό 30-40%, υπάρχει άλλο ένα τουλάχιστον μέλος μέσα στην οικογένεια, με την ίδια νόσο. Κλινικά οι άφθες είναι ιδιαίτερα επώδυνες, στρογγυλές ή ωοειδείς βλάβες και εντοπίζονται στον στοματικό βλεννογόνο (παρειές-χείλη) και την γλώσσα.
Παρά τις πολυάριθμες μελέτες η αιτιολογία των αφθών παραμένει μέχρι σήμερα αδιευκρίνιστη. Έχει όμως διαπιστωθεί ότι ο τραυματισμός του στοματικού βλεννογόνου (π.χ. από σκληρές τροφές), μπορεί να προκαλέσει ή να συντηρήσει τη νόσο. Επίσης, γενετικοί, λοιμογόνοι, αλλεργικοί και ορμονικοί παράγοντες έχουν κατά καιρούς διερευνηθεί και ενοχοποιηθεί. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι άφθες είναι σπανιότατες στους καπνιστές (έχει διαπιστωθεί ότι η νικοτίνη που απορροφάται από τον βλεννογόνο του στόματος, παίζει ρόλο στην πρόληψη της εμφάνισης της νόσου)!
Για τους ανωτέρω λόγους, ειδική αιτιολογική-θεραπευτική αντιμετώπιση για τη νόσο δεν υπάρχει και όλες οι προσπάθειες επικεντρώνονται στην συμπτωματική ανακούφιση των πασχόντων. Έτσι, τοπικά χρησιμοποιούνται κρέμες και διαλύματα κορτικοστεροειδών ή ειδικές γέλες που δημιουργούν ένα λεπτό προστατευτικό στρώμα πάνω από τις άφθες, περιορίζοντας τον πόνο και τους μικροτραυματισμούς κατά την λήψη σκληρών τροφών. Οι αγωγές από του στόματος (κορτικοστεροειδή και ανοσορυθμιστικά φάρμακα), έχουν πολύ καλά αποτελέσματα, αν και βρίσκονται στον πυθμένα της θεραπευτικής φαρέτρας του σύγχρονου δερματολόγου, αφορώντας στις βαριές και επίμονες περιπτώσεις μόνο.
Γεώργιος Ντούφας
Δερματολόγος Αφροδισιολόγος