(… συνέχεια προηγούμενου άρθρου)
Η διάγνωση της υπεριδρωσίας βασίζεται στη λεπτομερή λήψη του ιστορικού του ασθενούς. Η κλινική εξέταση και οι ειδικές εργαστηριακές εξετάσεις, βοηθούν στην εξακρίβωση του είδους της διαταραχής και στην ορθή διάγνωση.
Η διάγνωση και θεραπεία στις σοβαρές περιπτώσεις υπεριδρωσίας, συχνά χρειάζονται μια πολυθεματική προσέγγιση από τρεις Ιατρούς ταυτόχρονα (δερματολόγο, νευρολόγο και χειρουργό). Η προσέγγιση θα εξαρτηθεί από τις περιοχές του σώματος που επηρεάζονται από την υπεριδρωσία, από το βαθμό σοβαρότητας της νόσου και την ανταπόκριση στις θεραπείες που έγιναν.
Οι θεραπευτικές επιλογές που υπάρχουν σήμερα περιλαμβάνουν:
Τοπικές ανθιδρωτικές θεραπείες: Αργίλιο χλωριούχο εξαϋδρικό, άλατα αλουμινίου, διάλυμα φορμαλδεΰδης κ.α.
Φάρμακα: β αναστολείς ( όπως η προπρανολόλη) και η προπανθελίνη.
Ψυχική υποστήριξη: Εάν ο κύριος λόγος της υπεριδρωσίας είναι το υπερβολικό άγχος, τότε ψυχικές θεραπείες όπως η γνωστική συμπεριφορική θεραπεία, μπορούν να βοηθήσουν.
Ιοντοφόρηση: Η θεραπεία αυτή που προτείνεται από τους δερματολόγους βασίζεται σε μικρά «ηλεκτρικά μπάνια» των ποδιών και των χεριών που γίνονται για μερικά λεπτά, 1-3 φορές την εβδομάδα. Η θεραπεία περιορίζει την λειτουργία των αδένων που παράγουν τον ιδρώτα. Αν και είναι αρκούντως αποτελεσματική για την υπεριδρωσία των παλαμών και των πελμάτων, δεν εφαρμόζεται συχνά λόγω δικαιολογημένης δυσκολίας συνεργασίας των ασθενών (απαιτούνται συνεδρίες 1-3 φορές την εβδομάδα για μεγάλο χρονικό διάστημα, σε εξειδικευμένο Ιατρείο).
Botox: Με ειδικές μικροενέσεις βοτουλινικής τοξίνης αδρανοποιείται προσωρινά το νεύρο που διεγείρει τους αδένες να παράγουν ιδρώτα. Το αποτέλεσμα διαρκεί περίπου 9 μήνες και ακολούθως επαναλαμβάνεται. Είναι μία θεραπευτική προσέγγιση που κερδίζει συνεχώς έδαφος, αφού προσφέρει την υψηλότερη αποτελεσματικότητα με ελάχιστες παρενέργειες και εύκολη συνεργασία του ασθενούς (απαιτούνται μόνο 1-2 συνεδρίες κάθε χρόνο).
Χειρουργική θεραπεία, θωρακοσκοπική συμπαθεκτομή: Προτείνεται μόνο σε πολύ δύσκολες περιπτώσεις, ανθεκτικές στις άλλες θεραπείες κι όταν ο ασθενής έχει σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στην κοινωνική, επαγγελματική και προσωπική του ζωή, λόγω της αυξημένης εφίδρωσής του. Η θεραπεία γίνεται από αγγειοχειρουργούς και η κυριότερη παρενέργειά της είναι η αντιδραστική υπερπαραγωγή ιδρώτα σε άλλες περιοχές του σώματος.
Βλέπουμε λοιπόν, ότι πολλά μπορούν να γίνουν σήμερα, υπό την καθοδήγηση των ειδικών Ιατρών, για την αντιμετώπιση της υπεριδρωσίας.
Οι ασθενείς πρέπει να τυγχάνουν διαφώτισης, κατανόησης, και βοήθειας από τους Ιατρούς τους, με στόχο την ιδανική εξατομικευμένη θεραπευτική προσέγγιση ανά περίσταση, για την επιτυχή αντιμετώπιση της ενοχλητικής αυτής διαταραχής.
Γεώργιος Ντούφας
Δερματολόγος – Αφροδισιολόγος